Χορήγηση κανονικών αδειών κατά την καλοκαιρινή περίοδο και άλλα θέματα αδειών σε εγκύκλιο του ΥΠ.ΕΣ.
Με την Εγκύκλιο 78 του Υπουργείου Εσωτερικών, παρέχονται διευκρινίσεις αναφορικά με θέματα χορήγησης αδειών.
Ιδίως, διευκρινίζονται τα κάτωθι:
- Όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, επισημαίνεται ότι, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων για τους νεοδιοριζόμενους υπαλλήλους στην παρ. 1 του άρθρου 48 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), από τις σχετικές διατάξεις του ΥΚ, δεν προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που πρέπει να εργαστεί υπάλληλος εντός του ημερολογιακού έτους, προκειμένου να θεμελιώσει το συνολικό αριθμό ημερών της δικαιούμενης κανονικής άδειας για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, όπως επίσης δεν προβλέπεται ότι σε περίπτωση που εντός του ημερολογιακού έτους προκύψει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, όπως εν προκειμένω ο χρόνος της αναστολής, ή εφόσον ο υπάλληλος απουσιάσει με κάθε είδους άλλη άδεια που αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας (π.χ. αναρρωτική άδεια, άδεια ανατροφής κ.α.), περικόπτεται ο αριθμός των δικαιούμενων ημερών κανονικής άδειας για το έτος αυτό. Σε περίπτωση ωστόσο που δεν ληφθεί η δικαιούμενη κανονική άδεια εντός του ίδιου έτους που αφορά, εξετάζεται η μεταφορά αυτής στο επόμενο έτος βάσει των ισχυουσών διατάξεων. Ως εκ τούτου, οι μόνιμοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ΙΔΑΧ, οι οποίοι έχουν εργαστεί εντός του ημερολογιακού έτους θεμελιώνουν δικαίωμα για πλήρη χορήγηση της δικαιούμενης κατά περίπτωση κανονικής άδειας για το έτος αυτό. Για τους νεοδιοριζόμενους υπαλλήλους, για τους οποίους το δικαίωμα κανονικής άδειας συναρτάται με το χρόνο απασχόλησής τους, ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων δεν θα ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των δικαιούμενων ημερών κανονικής άδειας. Ωστόσο, αναφορικά με το ζήτημα μεταφοράς της μη ληφθείσας κανονικής άδειας στο επόμενο έτος επισημαίνονται τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του ΥΚ: «2. Η Υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει. 3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο. 4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος». Βάσει όλων των ανωτέρω και κατόπιν ερωτημάτων διαφόρων υπηρεσιών, στις οποίες εφαρμόζεται η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού του προσωπικού και το μέτρο αναστολής καθηκόντων, σε περίπτωση που η κανονική άδεια για το έτος 2021 δεν χορηγήθηκε εν προκειμένω αποκλειστικά λόγω επιβολής του μέτρου της αναστολής άσκησης καθηκόντων συνεπεία της μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση εμβολιασμού, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 49 του ΥΚ, προκύπτει ότι κατ΄ αρχήν δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά της άδειας αυτής στο επόμενο έτος. Ωστόσο, και δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά τελούν σε γνώση της εκάστοτε αρμόδιας υπηρεσίας προσωπικού, εναπόκειται στην κρίση των αρμοδίων οργάνων να κρίνουν κατά περίπτωση εάν είναι δυνατή η μεταφορά της μη ληφθείσας κανονικής άδειας του έτους 2021 στο έτος 2022, τηρουμένων των προβλεπομένων στις σχετικές διατάξεις. Όσον αφορά τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι το δικαίωμα της κανονικής άδειας τουλάχιστον μέχρι το τρίτο ημερολογιακό έτος απασχόλησής τους υπολογίζεται με βάση το χρόνο απασχόλησής τους (σχετική η αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.69/185/οικ.19379/8-10-2021, ΑΔΑ: ΩΥΣΑ46ΜΤΛ6-ΒΤΡ, εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας) ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται θα πρέπει να υπολογιστεί με βάση τον πραγματικό χρόνο απασχόλησής τους, αφαιρουμένου του χρόνου, κατά τον οποίο τους είχε επιβληθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων.
- Ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου οι δημόσιες υπηρεσίες (Υπουργεία, Ν.Π.Δ.Δ., Περιφέρειες, Ανεξάρτητες Αρχές και ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού) καλούνται να προβούν εγκαίρως στον προγραμματισμό των κανονικών αδειών των υπαλλήλων τους κατά την περίοδο αυτή, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 49 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος από τις 15 Μαΐου έως και την 31 Οκτωβρίου. Λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών αναγκών, καθώς επίσης και των ιδιαίτερα αυξημένων αναγκών στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη θερινή περίοδο, είναι απολύτως αναγκαίο να προγραμματιστούν οι άδειες των υπαλλήλων έτσι ώστε στο χρονικό διάστημα από 1/7/22 έως 15/9/22 να απουσιάζει το 1/3 του υπηρετούντος προσωπικού κάθε φορέα ανά ημερολογιακή εβδομάδα και να παραμένουν στην υπηρεσία τα 2/3. Ο υπολογισμός του απαραίτητου προσωπικού για τη θερινή περίοδο κατά τα ανωτέρω, θα πρέπει να υπολογίζεται περαιτέρω και σε επίπεδο Διεύθυνσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του φορέα βάσει της οργανωτικής διάρθρωσής του. Ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες καλούνται να προβούν στον προγραμματισμό των καλοκαιρινών αδειών των υπαλλήλων τους με βάση τα ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι ο ανωτέρω προγραμματισμός δεν θα πρέπει να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία των υπηρεσιών λόγω έλλειψης προσωπικού. Σε κάθε περίπτωση οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να παραμένουν σε συνεχή λειτουργία καθ΄ όλη τη διάρκεια της θερινής περιόδου, προκειμένου να δέχονται τις αιτήσεις των πολιτών και να διεκπεραιώνουν εμπρόθεσμα όλες τις υποθέσεις τους. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχει πάντοτε ικανός αριθμός υπαλλήλων ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως εκείνων που έχουν συναλλαγή με το κοινό. Περαιτέρω σημειώνεται ότι σε ειδικές περιπτώσεις υπηρεσιών, ιδίως αυτών που δεν έχουν ιδιαιτέρα μεγάλη συναλλαγή με το κοινό, θα μπορούν οι υπηρεσίες να διαχειριστούν το θέμα των θερινών αδειών των υπαλλήλων τους με δυνατότητα υπέρβασης, κατ΄εξαίρεση, του ορίου του 1/3, εφόσον αυτό δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία τους, αλλά σε καμία περίπτωση το ποσοστό των αδειών δεν θα υπερβαίνει το 1/2 του προσωπικού. Οι υπηρεσίες θα πρέπει ακόμη να φροντίσουν για την ορθολογική οργάνωση της διοικητικής τους δράσης προκειμένου να αποφεύγονται οι περιττές και ενεργοβόρες ενέργειες. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι εντονότερη στις υπηρεσίες εκείνες που η λειτουργία τους απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. νοσοκομεία, εργοτάξια κλπ). Επίσης, υπενθυμίζεται ότι θα πρέπει να ληφθεί σχετική μέριμνα για την εγκατάσταση και λειτουργία συγχρόνων συστημάτων και τεχνικών εξοικονόμησης ενέργειας.
Ιδίως, διευκρινίζονται τα κάτωθι:
- Όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, επισημαίνεται ότι, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων για τους νεοδιοριζόμενους υπαλλήλους στην παρ. 1 του άρθρου 48 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), από τις σχετικές διατάξεις του ΥΚ, δεν προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που πρέπει να εργαστεί υπάλληλος εντός του ημερολογιακού έτους, προκειμένου να θεμελιώσει το συνολικό αριθμό ημερών της δικαιούμενης κανονικής άδειας για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος, όπως επίσης δεν προβλέπεται ότι σε περίπτωση που εντός του ημερολογιακού έτους προκύψει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, όπως εν προκειμένω ο χρόνος της αναστολής, ή εφόσον ο υπάλληλος απουσιάσει με κάθε είδους άλλη άδεια που αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας (π.χ. αναρρωτική άδεια, άδεια ανατροφής κ.α.), περικόπτεται ο αριθμός των δικαιούμενων ημερών κανονικής άδειας για το έτος αυτό. Σε περίπτωση ωστόσο που δεν ληφθεί η δικαιούμενη κανονική άδεια εντός του ίδιου έτους που αφορά, εξετάζεται η μεταφορά αυτής στο επόμενο έτος βάσει των ισχυουσών διατάξεων. Ως εκ τούτου, οι μόνιμοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ΙΔΑΧ, οι οποίοι έχουν εργαστεί εντός του ημερολογιακού έτους θεμελιώνουν δικαίωμα για πλήρη χορήγηση της δικαιούμενης κατά περίπτωση κανονικής άδειας για το έτος αυτό. Για τους νεοδιοριζόμενους υπαλλήλους, για τους οποίους το δικαίωμα κανονικής άδειας συναρτάται με το χρόνο απασχόλησής τους, ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων δεν θα ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό των δικαιούμενων ημερών κανονικής άδειας. Ωστόσο, αναφορικά με το ζήτημα μεταφοράς της μη ληφθείσας κανονικής άδειας στο επόμενο έτος επισημαίνονται τα εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του ΥΚ: «2. Η Υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει. 3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο. 4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος». Βάσει όλων των ανωτέρω και κατόπιν ερωτημάτων διαφόρων υπηρεσιών, στις οποίες εφαρμόζεται η υποχρεωτικότητα εμβολιασμού του προσωπικού και το μέτρο αναστολής καθηκόντων, σε περίπτωση που η κανονική άδεια για το έτος 2021 δεν χορηγήθηκε εν προκειμένω αποκλειστικά λόγω επιβολής του μέτρου της αναστολής άσκησης καθηκόντων συνεπεία της μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση εμβολιασμού, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 49 του ΥΚ, προκύπτει ότι κατ΄ αρχήν δεν είναι επιτρεπτή η μεταφορά της άδειας αυτής στο επόμενο έτος. Ωστόσο, και δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά τελούν σε γνώση της εκάστοτε αρμόδιας υπηρεσίας προσωπικού, εναπόκειται στην κρίση των αρμοδίων οργάνων να κρίνουν κατά περίπτωση εάν είναι δυνατή η μεταφορά της μη ληφθείσας κανονικής άδειας του έτους 2021 στο έτος 2022, τηρουμένων των προβλεπομένων στις σχετικές διατάξεις. Όσον αφορά τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, δεδομένου ότι το δικαίωμα της κανονικής άδειας τουλάχιστον μέχρι το τρίτο ημερολογιακό έτος απασχόλησής τους υπολογίζεται με βάση το χρόνο απασχόλησής τους (σχετική η αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.69/185/οικ.19379/8-10-2021, ΑΔΑ: ΩΥΣΑ46ΜΤΛ6-ΒΤΡ, εγκύκλιος της Υπηρεσίας μας) ο αριθμός των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούνται θα πρέπει να υπολογιστεί με βάση τον πραγματικό χρόνο απασχόλησής τους, αφαιρουμένου του χρόνου, κατά τον οποίο τους είχε επιβληθεί το μέτρο της αναστολής καθηκόντων.
- Ενόψει της καλοκαιρινής περιόδου οι δημόσιες υπηρεσίες (Υπουργεία, Ν.Π.Δ.Δ., Περιφέρειες, Ανεξάρτητες Αρχές και ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού) καλούνται να προβούν εγκαίρως στον προγραμματισμό των κανονικών αδειών των υπαλλήλων τους κατά την περίοδο αυτή, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 49 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος από τις 15 Μαΐου έως και την 31 Οκτωβρίου. Λαμβανομένων υπόψη των υπηρεσιακών αναγκών, καθώς επίσης και των ιδιαίτερα αυξημένων αναγκών στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη θερινή περίοδο, είναι απολύτως αναγκαίο να προγραμματιστούν οι άδειες των υπαλλήλων έτσι ώστε στο χρονικό διάστημα από 1/7/22 έως 15/9/22 να απουσιάζει το 1/3 του υπηρετούντος προσωπικού κάθε φορέα ανά ημερολογιακή εβδομάδα και να παραμένουν στην υπηρεσία τα 2/3. Ο υπολογισμός του απαραίτητου προσωπικού για τη θερινή περίοδο κατά τα ανωτέρω, θα πρέπει να υπολογίζεται περαιτέρω και σε επίπεδο Διεύθυνσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία του φορέα βάσει της οργανωτικής διάρθρωσής του. Ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες καλούνται να προβούν στον προγραμματισμό των καλοκαιρινών αδειών των υπαλλήλων τους με βάση τα ανωτέρω. Επισημαίνεται ότι ο ανωτέρω προγραμματισμός δεν θα πρέπει να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία των υπηρεσιών λόγω έλλειψης προσωπικού. Σε κάθε περίπτωση οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να παραμένουν σε συνεχή λειτουργία καθ΄ όλη τη διάρκεια της θερινής περιόδου, προκειμένου να δέχονται τις αιτήσεις των πολιτών και να διεκπεραιώνουν εμπρόθεσμα όλες τις υποθέσεις τους. Ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχει πάντοτε ικανός αριθμός υπαλλήλων ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως εκείνων που έχουν συναλλαγή με το κοινό. Περαιτέρω σημειώνεται ότι σε ειδικές περιπτώσεις υπηρεσιών, ιδίως αυτών που δεν έχουν ιδιαιτέρα μεγάλη συναλλαγή με το κοινό, θα μπορούν οι υπηρεσίες να διαχειριστούν το θέμα των θερινών αδειών των υπαλλήλων τους με δυνατότητα υπέρβασης, κατ΄εξαίρεση, του ορίου του 1/3, εφόσον αυτό δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία τους, αλλά σε καμία περίπτωση το ποσοστό των αδειών δεν θα υπερβαίνει το 1/2 του προσωπικού. Οι υπηρεσίες θα πρέπει ακόμη να φροντίσουν για την ορθολογική οργάνωση της διοικητικής τους δράσης προκειμένου να αποφεύγονται οι περιττές και ενεργοβόρες ενέργειες. Η προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι εντονότερη στις υπηρεσίες εκείνες που η λειτουργία τους απαιτεί ιδιαίτερα μεγάλη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. νοσοκομεία, εργοτάξια κλπ). Επίσης, υπενθυμίζεται ότι θα πρέπει να ληφθεί σχετική μέριμνα για την εγκατάσταση και λειτουργία συγχρόνων συστημάτων και τεχνικών εξοικονόμησης ενέργειας.